τοξουλκός

τοξουλκός
τοξουλκός
drawing the bow
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοξουλκός — όν, Α 1. αυτός που τεντώνει το τόξο 2. φρ. «τοξουλκὸς αἰχμή» βέλος που τεντώνει τη χορδή τόξου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • τοξουλκῷ — τοξουλκός drawing the bow masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξουλκία — ἡ, Μ [τοξουλκός] 1. η έλξη τής χορδής τού τόξου 2. (κατ επέκτ.) βόμβος που παράγεται κατά την τόξευση («στράτευμα βρέμον ἐν τοξουλκίαις», Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”